- συνθηγω
- συνθήγωσυν-θήγωобострять
ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Eur. — распаленный гневом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Eur. — распаленный гневом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνθήγω — Α 1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο 2. παθ. συνθήγομαι μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] … Dictionary of Greek
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek